- υποκηρύσσω
- και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω]1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξετὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου)2. μέσ. ὑποκηρύσσομαιεκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα («ὑποκηρυξάμενοί τινες τοὺς ἑαυτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους», Αισχίν.).
Dictionary of Greek. 2013.